καλοξετάζω

καλοξετάζω
μετ. тщательно проверять, изучать, исследовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλοξετάζω" в других словарях:

  • καλοξετάζω — εξετάζω κάτι με προσοχή, ερευνώ επισταμένως …   Dictionary of Greek

  • καλοξετάζω — βλ. καλοεξετάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοεξετάζω — και καλοξετάζω καλοεξέτασα και καλοξέτασα, καλοεξετάστηκα και καλοξετάστηκα, καλοεξετασμένος και καλοξετασμένος, εξετάζω καλά: Δεν καλοεξέτασα την υπόθεση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»